Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

από χρόνια πενθώ


από χρόνια πενθώ















Ναι, δεν πενθώ τώρα εγώ! Από χρόνια πενθώ, με την κατρακύλα των μυαλών μας! Με το στοχοποιημένο μυαλό μας! Με την άδεια ψυχή μας! Με το φασισμό μας, κι ας το παίζουμε δημοκράτες κι αγκαλίτσες.
Λαπάδες ήμασταν και είμαστε! Άθλιοι σκλάβοι του συστήματος που μας παραμύθιασε ότι είμαστε κάποιοι - με αμάξι, με σπίτι, με φράγκα, που τώρα μας παίρνουν πίσω, πετώντας μας στο δρόμο. Σε μια κοινωνία ρατσιστική, γυαλισμένη με φανφάρες και "αγιοσύνη". Σε μια κοινωνία υποταγμένη σε τιμωρούς θεούς, σε κοινοβουλευτικά συστήματα, σε προεδρευομένες "δημοκρατίες", σε παιδεία μπάχαλο - του κώλου, να έχουμε να λέμε. Σε μια τεχνολογία ενάντια στη φύση. Ενάντια στη Φύση μας. Δουλεύουμε μαλακισμένα στα εργοστάσια, στις εταιρείες που στήνουν ξώβεργες ενάντια στη Φύση μας! Και πληρωνόμαστε συμμετέχοντας στη δολοφονία μας, και τρώμε τα σκατά μας - που σκατολόγοι προμηθευτές μας ποτίζουν. Σκατολόγοι προμηθευτές διεστραμμένων ηγετών, που ψηφίζουμε. Εμείς, που δεν πιστέψαμε σε ΄μας! Εμείς, που πήγαμε με το ζόρι τα παιδιά μας στα σχολειά της κοινωνικοποίησης σκλάβων, και δεν αντισταθήκαμε! Εμείς, που τεμαχίζουμε τα παιδιά μας, βορά της εξουσίας! Εμείς, οι άθλιοι! Τα νούμερα! Το τίποτα! Εμείς, που αδειάσαμε τη Γνώση μας, για να γεμίζουμε με βοθρολύματα! Εμείς, που πολεμήσαμε κάτω από σημαίες, με ύμνους πατριωτικούς, για να γεμίσουν κι άλλο οι αχόρταγες κοιλιές των δολοφόνων εξουσιαστών! Εμείς, που καμαρώνουμε τα αγόρια μας φαντάρους, για τα στρατά - κρέας στα νύχια του συστήματος, που φιλοδωρεί τη βλακεία μας, να μας ρίχνει στάχτες στα μάτια, να κοιμώμαστε νηστικοί κι άλλο. Εμείς, που καμαρώνουμε τα κορίτσια μας, κουκλάρες και γκόμενες, τσαχπίνες στα κάθε λογής παζάρια - που δε χαμπαριάζουμε για παζάρια και λέμε μόδα της μοδός ή νοικοκυρές στο σπίτι τους. Στον τάφο - σπίτι τους, που γκαβοί είμαστε και δε βλέπουμε.

ΔΕΝ ΠΕΝΘΩ ΑΠΟΨΕ! Μ' ΑΚΟΥΣ; ΠΕΝΘΩ ΠΑΝΤΑ ΚΙ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΨΩ ΝΑ ΠΕΝΘΩ! Αγωνίζομαι για Ζωή! Έχουμε πόλεμο! Πολεμάω τον πόλεμό τους!

πορεία φωνές
























άκουσα τόσες διαδρομές
που χάθηκα στις σιωπές των φωνών τους
μόνο σαν τρένο πέρασα, σα σκαλοπάτι τρένου,
σα θύμησή του σε άγρυπνους σταθμούς -
λίγο πριν το σύνορο,
όταν σαρώνεται το σύνορο με χιονοθύελλα,
πάντα βοράς, που τρελαίνεται το μάτι στην ανάβαση,
που λυγάει και το ίχνος, μια κουκίδα, μόριο δακρύου,
που μόνο βουβό λαχάνιασμα σε πόρτα κλειστή,
να ψάχνω δίχως δάχτυλα την υφή του παλμού της,
το χρώμα της, όταν ανοίγει το άπειρό της,
όταν κλείνει, το χρώμα της ποιο -;-
να ψάχνω το κώμα της, όταν
δεν την χτυπάει κανένας
με μάσκα οξυγόνου η κλειδαριά της
να της κρατάω το χέρι μέχρι το τέλος
γονατισμένος, κρατώντας την ανάσα μου,
να μην προκύψει ξαφνικό.
στην ταφή πάλι ακούω διαδρομές. μέχρι το τέλος διαδρομές.
και οι νεκροί να διαδηλώνουν πάνω απ' τον τάφο μου.
και να παγώνω ψάχνοντας κι άλλο μια κουκίδα επιγραφή.
πορεία φωνές σε σιωπές μαρμάρινες
με χρώμα άχρωμο
και μόνη γνώση ιερογλυφικά καμώματα της θάλασσας, 
που συντρίβει τη θάλασσα -
όμοιος ομοίω -
κι ακούω διαδρομές - πάντα βοράς ο ερωτικός
σε πόρτα κλειστή._


ταχύτητα φωτός





Αγαπώ τα τρένα,
/ δεν ήξερα πώς να σου πω για το ταξίδι,
 στο περιέγραψα κύμα, μέσα στο βλέμμα σου φιλί
το κορμί του φιλιού στο θολό της βιάσης,
στην ταχύτητα που φωτογραφίζει στο σπαθί το ιπποτικό
τον πυρωμένο δρόμο,
μ’ αλλοπαρμένα χιόνια να κατρακυλούν στον ίσκιο μου,
στα βράδια τα χωμάτινα,
στις πέτρες της συλλογής μου, σαν τον γενναίο άνεμο
στη δίνη της ομίχλης, που παραδίνεται σε πέντε
που τρέχει πέντε, να σμίξει τα δάχτυλα
που βυθίζονται στο μαύρο
μαύρο μια μέρα, μια νύχτα φωνή
η φωνή μου ρωγμή στο φλας του νόστου
επιστροφή στο πόμολο
στον τσίγκο βροχή
δαρμένο στερέωμα το μούτρο κολλημένο στο τζάμι
το βαγόνι καλπάζει, το παράθυρο κλειστό –
κλείστρο ανοιχτό στον ορίζοντα τον τρελό
τρέχουν οι ορίζοντες, κι άχνη σιωπή
Ιερός μονόλογος σε ώρα κραυγής
Πώς τα σινιάλα, οι φάροι, η Ψυχή..
Πώς η βροντή δαγκώνεται στα σπλάχνα της -;-
Κατρακυλούσα πάντα να φτάνω τη σωστή
και το λάθος εκπυρσοκροτεί στην υποτείνουσά μου –
αγέρωχος θάνατος είναι ο Έρωτας
ταξίδι βαγόνι κι οι ράγες καρφί
δεν έχει σύνορο το μάτι
εκτοπισμός της θνητής ιαχής
κι όλα τα άλφα φουγάρα
στον κρεμασμένο ουρανό
στο γλυπτό φεγγάρι
στο άτρωτο και
«μίλα!!!» μια φάρσα τα φώτα της ομίχλης
σκίζεται στ’ αποκορύφωμα της πνοής._/